- Βενετία
- I
(Venezia). Πόλη (275.368 κάτ. το 2000) της βορειοανατολικής Ιταλίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (2.460 τ. χλμ., 815.009 κάτ.) και της διοικητικής περιοχής Βένετο (βλ. λ.), στο βορειοανατολικό γεωγραφικό διαμέρισμα.H πιο χαρακτηριστική πόλη της Ιταλίας είναι χτισμένη πάνω σε 118 νησιά της απέραντης λιμνοθάλασσας που σχηματίζεται ανάμεσα στις εκβολές του Πάδου, του Αδίγη και του Μπρέντα από Ν και του Πιάβε από Β. Τα 157 κανάλια που χωρίζουν τα νησάκια και επικοινωνούν με γέφυρες αποτελούν τους υδάτινους δρόμους που τους διασχίζουν βενζινάκατοι, βαποράκια, βάρκες και οι περίφημες γόνδολες που έχουν γίνει πια το σύμβολο της Β. Εξαιτίας της ίδιας της συγκρότησής της, που δεν προσφέρεται, όπως των άλλων πόλεων, για μεγάλα ρυθμιστικά σχέδια και για σημαντικές οικοδομικές μετατροπές, η Β. διατηρεί ακόμα την όψη που είχε στους καιρούς της ένδοξης Δημοκρατίας του Αγίου Μάρκου. Καρδιά της πόλης είναι η πλατεία του Αγίου Μάρκου, που έχει την ομώνυμη βασιλική στη δυτική της πλευρά. Η πρώτη βασιλική, χτισμένη το 832 για να εναποτεθεί σε αυτήν το σώμα του αγίου Μάρκου, που είχε μεταφερθεί από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, καταστράφηκε από πυρκαγιά, και ξαναχτίστηκε τον 9o αι. από τον δόγη Δομίνικο Κονταρίνι, ο οποίος την επένδυσε με πολύτιμα μάρμαρα και ψηφιδωτές διακοσμήσεις σε χρυσό φόντο, τόσο στο εσωτερικό όσο και στην ωραιότατη πρόσοψή της. Το κωδωνοστάσιο, επιβλητικό οικοδόμημα ρομανικού ρυθμού, χτισμένο σε πολύ νεότερη εποχή (μόλις το 1912, μετά την κατάρρευση του παλιού το 1902) βρίσκεται στο νοτιοανατολικό μέρος της πλατείας έχοντας στη βάση του την ωραία στοά του Σανσοβίνο. Στη βορεινή πλευρά βρίσκεται ο πύργος του Ωρολογίου, με δύο πελώριους, ορειχάλκινους Μαυριτανούς, που σημαίνουν τις ώρες. Πολύ κοντά στα δυτικά, βρίσκεται το παλιό Διοικητήριο, έδρα άλλοτε των επιτρόπων του Αγίου Μάρκου, οικοδόμημα αυστηρής κομψότητας, που εναρμονίζεται θαυμάσια με τη ναπολεόντεια ή νεότατη πτέρυγα, η οποία κλείνει τη δυτική πλευρά της πλατείας. Τη νότια πλευρά της αποτελεί το Νέο Διοικητήριο, άλλοτε βασιλικό ανάκτορο. Δίπλα στην πλατεία και σε άμεση επικοινωνία με αυτή βρίσκεται η μικρή πλατεία που έχει για φόντο τον κόλπο του Αγίου Μάρκου και στη μια πλευρά της έχει την Παλαιά Βιβλιοθήκη, αριστούργημα του Σανσοβίνο, έδρα της Μαρκιανής βιβλιοθήκης, και από την άλλη το ανάκτορο των δόγηδων που συνδυάζει τον ρυθμό της Αναγέννησης με τον γοτθικό-βενετσιάνικο ρυθμό σε μια θαυμάσια οικοδομή, άξια να στεγάσει μια έδρα δόγηδων. Πίσω από αυτό, η θρυλική Γέφυρα των Στεναγμών, μικρή, σκεπασμένη γέφυρα, που ενώνει το ανάκτορο με τις παρακείμενες φυλακές, τις ονομαζόμενες τα Μολύβια.Αν η πλατεία του Αγίου Μάρκου είναι η καρδιά της πόλης, το Κανάλ Γκράντε είναι η βασική της αρτηρία. Η μεγάλη αυτή υδάτινη οδός σε σχήμα ανάποδου S, μήκους 3.800 μ. και πλάτους 30-70 μ., έχει από τις δύο πλευρές της υπέροχα μέγαρα, βυζαντινά, ρωμαϊκά, γοτθικά, αναγεννησιακά και μπαρόκ, καθώς και επτά εκκλησίες. To κανάλι έχει τρεις γέφυρες: τη γέφυρα των Σκάλτσι, της Ακαδημίας που είναι ξύλινη και την ωραιότατη Πόντε ντι Ριάλτο, που επάνω της είναι χτισμένα καταστήματα σε δύο σειρές, τα οποία τη χωρίζουν σε τρεις δρόμους. Από τα μέγαρα, που το καθένα έχει τη δική του ιδιαίτερη γοητεία, τα πιο αξιόλογα είναι το Κόρνερ, που είναι και το πιο ψηλό, το Ρετσόνικο, το Γκρόσι, το Κονταρίνι Βεντραμίν-Καλέρτζι, το Φοσκάρι, το Κόρνερ-Σπινέλι, το Γκριμάνι, το Λόρενταν, το Φαρσέτι, το Πεζάρο και πάνω απ’ όλα η περίφημη Κα ντ’ όρο, το πιο ωραίο γοτθικό ανάκτορο της Β. Στην αρχή του Κανάλ Γκράντε υψώνεται η περίφημη εκκλησία της Σάντα Μαρία ντέλα Σαλούτε, του Λονγκένα, σε οκταγωνικό σχήμα, με έναν μεγαλοπρεπή τρούλο. Πολλές άλλες εκκλησίες της Β. αξίζει να μνημονευθούν για την αρχιτεκτονική τους αξία ή για τους θησαυρούς τέχνης που περιέχουν: οι εκκλησίες των Φράρι, του Σαν Τσανίπολο, του Αγίου Ζαχαρία, της Θεοτόκου Μαρίας των θαυμάτων, του Σαν Τζόρτζιο Ματζόρε, του Λυτρωτή, της Σάντα Μαρία Φορμόζα, της Μαντόνα ντελ’ Όρτο, του Σαν Φραντσέσκο ντέλα Βίνια. Αλλά η γοητεία της πόλης βρίσκεται πάνω απ’ όλα στα χρώματά της και στην ιδιαίτερη λάμψη της, στη χάρη των μικρών γεφυριών που ενώνουν τα στενά κανάλια, στους μικροσκοπικούς κήπους που ανθίζουν με θαυμαστό τρόπο και στους πιο μικρούς χώρους και κυρίως στην πατίνα του χρόνου που είναι απλωμένη παντού και δημιουργεί θαυμάσια αρμονία ανάμεσα στα πιο διαφορετικά στοιχεία μιας μακρινής σ’ εμάς εποχής.Η Β. είναι μεγάλο πολιτιστικό κέντρο, με πανεπιστήμιο, θέατρα, αξιόλογα μουσεία, όπως του δουκικού ανακτόρου, το Κόρνερ, το Αρχαιολογικό, το Μουσείο του 18ου αι. στο Παλάτσο Ρετσόνικο, την πινακοθήκη Φρανκέτι στην Κα ντ’ όρο, την πινακοθήκη της Σύγχρονης Τέχνης και το Μουσείο Ανατολικής Τέχνης στο Παλάτσο Πεζάρο, τη Σχολή του Σεν Ρόκο, την πινακοθήκη του Κουερίνι Σταμπάλια, τη Σχολή του Σαν Τζόρτζιο των Σκιαβόνι, το Ιστορικό Ναυτικό Μουσείο, και κυρίως την πινακοθήκη της Ακαδημίας, εκτός από αναρίθμητες άλλες συλλογές που φυλάσσονται σε εκκλησίες και σε διάφορα ιδιωτικά και δημόσια κτίρια.Γύρω από αυτή την πόλη που έμεινε ανέπαφη από τον χρόνο αναπτύχθηκαν, για να καλύψουν τις ανάγκες της προόδου και της αύξησης του πληθυσμού, νέες συνοικίες, στο νησί της Αγίας Ελένης και στο Λίντο. Μεταξύ B. και Μέστρε, στο Πόρτο Μαργκιέρα, συγκεντρώνεται όλη η βιομηχανία τηςπόλης, ενώ η βιοτεχνική και η καλλιτεχνική δραστηριότητα παραμένουν στο παλιό κέντρο και στα γειτονικά νησιά: το Μουράνο (9.000 κάτ.) παράγει τα πασίγνωστα γυαλικά, το Μπουράνο (8.500 κάτ.) τις όχι λιγότερο γνωστές δαντέλες.Μεταξύ των νησιών που είναι σκορπισμένα στη λιμνοθάλασσα, ξεχωρίζει το Τορτσέλο, που το 452 συγκέντρωσε τους φυγάδες του Αλτίνο και έγινε μία από τις πιο βασικές πόλεις της ακτής. Σήμερα είναι σχεδόν τελείως ακατοίκητο και έχει για καύχημα δύο από τις πιο παλιές και πιο καλά διατηρημένες χριστιανικές βασιλικές, τη Μητρόπολη και τη βασιλική της Σάντα-Φόσκα.Ιστορία.Στη ρωμαϊκή εποχή, Β. ονομαζόταν η ΒΑ περιοχή της Ιταλίας, αλλά με την πτώση της αυτοκρατορίας και κυρίως μετά την κάθοδο των Λογγοβαρδών (568), το όνομα αυτό δήλωνε ένα μέρος των μικρών αστικών κέντρων τα οποία σχηματίστηκαν στα νησιά της λιμνοθάλασσας που βρίσκεται ανάμεσα στον Πάδο και στον Αδίγη. Η οικονομική βάση των κέντρων αυτών ήταν η αλιεία και αργότερα το εμπόριο μεταξύ των χωρών της Εγγύς Ανατολής και της βόρειας Ευρώπης (Γερμανίας και Κάτω Χωρών). Η Β. οργανώθηκε σε ομοσπονδία που υπαγόταν στο Βυζάντιο, αλλά σιγά-σιγά η εξάρτησή της αυτή χαλάρωνε ώσπου, προς το τέλος του 9ου αι., η πόλη έγινε τελείως ανεξάρτητη. Μετά την επικράτηση της Ηρακλείας και του Μαλαμόκο ακολούθησε, από τις αρχές του 10ου αι., εκείνη του Ρίβο Άλτο (Ριάλτο, πυρήνας της σημερινής Β.). Το γεγονός αυτό συνέπεσε με την αποτυχημένη απόπειρα των Φράγκων να υποτάξουν τα νησιά. Μετά την απόκρουση των αραβικών επιδρομών και την καταστροφή, το έτος 1000, των Κροατών πειρατών της Αδριατικής, άρχισε η πολιτική επέκταση στην Ιστρία και στη Δαλματία υπό την καθοδήγηση μιας τάξης εφοπλιστών και εμπόρων, που είχαν κατορθώσει να εξουδετερώσουν τις απόπειρες ορισμένων οικογενειών να καταστήσουν την εξουσία κληρονομική. Επειδή φοβόταν τον αποκλεισμό του στενού του Τάραντα –της υποχρεωτικής διάβασης προς την Ανατολή– και των διαβάσεων των Άλπεων, που ήταν απαραίτητες για το εμπόριο με τις χώρες του Βορρά, η Β. από τη μια μεριά αντιμετώπισε τις απόπειρες των Νορμανδών, των Σουήβων και των Ανδεγαυών να εγκατασταθούν στα ηπειρωτικά παράλια και από την άλλη προσχώρησε στη Λομβαρδική Ένωση, για να αποφύγει την παντοδυναμία του αυτοκράτορα. Με την Δ’ Σταυροφορία (1202-4) που κατέληξε στην κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους, η Β. ίδρυσε εκτεταμένο αποικιακό κράτος στη Βαλκανική χερσόνησο και στο Αιγαίο, που εξακολούθησε να υπάρχει και μετά την ανακατάληψη της αυτοκρατορίας από τους Βυζαντινούς (1261), αλλά έκανε οξύτερο τον ανταγωνισμό της με τη Γένοβα, πράγμα που προκάλεσε πολλές ναυμαχίες με εναλλασσόμενες νίκες και των δύο παρατάξεων. Στις αρχές του 14ου αι., με τη δημιουργία των ηγεμονιών (ισχυρών συγκεντρωτικών κρατιδίων) έγιναν και στη B. απόπειρες (από τον Μπεαμόντε Τιέπολο το 1310, από τον Μαρίνο Φαλιέρο το 1355) μεταβολής του ολιγαρχικού καθεστώτος, που από το 1297 είχε περιοριστεί σε ορισμένο αριθμό οικογενειών, σε ηγεμονία (σινιορία) με την υποστήριξη μικροαστών (ναυτικών, ψαράδων), οι οποίες όμως απέτυχαν. Άρχισε πάντως η επέκταση στην ενδοχώρα (κυρίως ύστερα από τον μεγάλο κίνδυνο που διέτρεξε το 1378 με τον λεγόμενο πόλεμο της Κιότζα, όταν η λιμνοθάλασσα πολιορκήθηκε από ξηρά και από θάλασσα από συνασπισμένες δυνάμεις της Ουγγαρίας, της Πάντοβα και της Γένοβα).Η Β. επωφελήθηκε από την ευνοϊκή κατάσταση και μέσα σε λίγα χρόνια κατέλαβε ολόκληρο το Βένετο, το Φρίουλι, την Μπρέσια και το Μπέργκαμο, εγκαινιάζοντας μια σειρά πολέμων πρώτα με το Μιλάνο και έπειτα με τη Φλωρεντία και τη Φεράρα. Οι κατακτήσεις της στην Απουλία (1495) και στη Ρομάνια (1503) και, επιπλέον, το λάθος της να υποστηρίξει την ηγεμονία της Κρεμόνα (1499) υπήρξαν μοιραία για τη B., που της επιτέθηκαν όλες οι ευρωπαϊκές δυνάμεις, παρακινημένες από τον πάπα Ιούλιο B’ (ένωση του Καμπρέ). Έτσι, αφού χτυπήθηκε από τους Γάλλους στο Ανιαντέλο (1509), είδε να σταματά για πάντα η επέκτασή της στην Ιταλία. Στο μεταξύ καταλαμβάνονταν από τους Τούρκους –αν και όχι χωρίς αντίσταση– οι κτήσεις της στην Ανατολή, ενώ η ανακάλυψη της Αμερικής μετατόπιζε τους δρόμους του εμπορίου –της πηγής του πλούτου της– από τη Μεσόγειο στον Ατλαντικό. Ήταν η αρχή μιας αργής παρακμής της Β., που αντιστάθηκε στους Τούρκους στην Κύπρο (1571-73) και στην Κρήτη (1644-86), ανακατέλαβε για ένα χρονικό διάστημα την Πελοπόννησο (18ος αι.) και ταπείνωσε τους Βερβερίνους στην Τύνιδα (1784-86). Άλλοι θανάσιμοι εχθροί για τη B. έγιναν οι Αψβούργοι που ήθελαν την ένωση του Τιρόλο με την περιοχή του Μιλάνου, την οποία και πέτυχαν μόνο με τη βοήθεια του Βοναπάρτη, ο οποίος διέλυσε την παλιά δημοκρατία με τη συνθήκη Καμποφόρμιο (1797) και την παραχώρησε στην Αυστρία με αντάλλαγμα το δουκάτο του Μιλάνου. H B. ενώθηκε πάλι με το βασίλειο της Ιταλίας του Ναπολέοντα το 1805, επέστρεψε στην Αυστρία το 1813 και με τη συνθήκη της Βιέννης έγινε, μαζί με το Μιλάνο, η πρωτεύουσα ενός θεωρητικού λομβαρδοβενετικού βασιλείου. Το 1848 επαναστάστησε κατά της Αυστρίας και, αφού ο Δανιήλ Μανίν ανακήρυξε τη δημοκρατία, η Β. ενώθηκε με το βασίλειο της Σαρδηνίας ακριβώς την παραμονή της ανακωχής του Σαλάσκο. Έγινε και πάλι δημοκρατία και αντιστάθηκε στους Αυστριακούς έως τον Αύγουστο του 1849, ύστερα από μακρά πολιορκία. Με τον τρίτο πόλεμο της Ανεξαρτησίας (1866) ενώθηκε με την Ιταλία.Η ελληνική παροικία και το Ινστιτούτο Β.Από τα τέλη του 14ου αι. συναντούμε Έλληνες μόνιμα εγκατεστημένους στη Β. Όσο ο τουρκικός κίνδυνος γινόταν απειλητικότερος στην Ανατολή, τόσο μεγάλωνε ο αριθμός των Ελλήνων προσφύγων στη Β. και γενικά στην Ιταλία. Μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης ιδίως, η συρροή Ελλήνων στη Β. ήταν τέτοια ώστε έγινε αισθητή σε αυτούς η ανάγκη να οργανωθούν για να μπορέσουν να επιβιώσουν μέσα στην πολυάνθρωπη πρωτεύουσα της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας του Αγίου Μάρκου. Έτσι, το 1456, με μεσολάβηση του Έλληνα καρδινάλιου Ισιδώρου, αναγνωρίστηκε στους Έλληνες το δικαίωμα να διατηρούν δικό τους ναό με ορθόδοξο ιερέα. Ύστερα από πολλές δυσκολίες και αντιδράσεις, ιδίως από μέρους του τοπικού καθολικού κλήρου, θεμελιώθηκε το 1539 και εγκαινιάστηκε το 1573 ο μεγαλοπρεπής ναός του Αγίου Γεωργίου των Γραικών, που διατηρείται μέχρι σήμερα. Από το 1577 εγκαταστάθηκε στη Β., ως εκκλησιαστικός προϊστάμενος των εκεί Ελλήνων, o λόγιος μητροπολίτης Φιλαδελφείας Γαβριήλ Σεβήρος. Από τότε, οι μητροπολίτες Φιλαδελφείας είχαν την έδρα τους στη Β. Στο μεταξύ, μετά την άλωση του Ναυπλίου και της Μονεμβασίας από τους Τούρκους (1540) και αργότερα της Κύπρου (1570) και της Κρήτης (1669), νέα κύματα προσφύγων έφταναν στη Β. Η ελληνική παροικία αριθμούσε πλέον πάνω από 10.000 μέλη. Ανάμεσά τους συναντούσε κανείς εύπορους επιχειρηματίες και ναυτικούς, τυπογράφους και βιοτέχνες, κληρικούς και μισθοφόρους (stradioti) στον στρατό της Β., σπουδαστές και δασκάλους, λογίους, ζωγράφους και καλλιτέχνες κάθε είδους. Έτσι, η ελληνική παροικία της Β. αναδείχτηκε σύντομα ως το πιο σημαντικό πνευματικό και εμπορικό κέντρο του ελληνισμού των χρόνων της τουρκοκρατίας. Στα σχολεία της, και ιδίως στο περίφημο Φλαγγίνειο Γυμνάσιο που ιδρύθηκε το 1662 δίπλα στον ναό του Αγίου Γεωργίου, σπούδασαν και δίδαξαν εκατοντάδες ονομαστοί λόγιοι και ιεράρχες. Εξάλλου, τα περίφημα ελληνικά τυπογραφεία της Β. (του Νικολάου Βλαστού, του Ζαχαρία Καλλέργη και του Ανδρέα Κουνάδη τον 15o και 16o αι., των Γλυκήδων, των Θεοδοσίου, του Σάρρου και του Φοίνικα αργότερα), κάλυπταν σχεδόν αποκλειστικά τις πνευματικές ανάγκες του ελληνικού αναγνωστικού κοινού ολόκληρης της Ανατολής. Την πνευματική αυτή ακτινοβολία και την οικονομική ακμή της ελληνικής παροικίας διέκοψε απότομα η διάλυση του ναυτικού κράτους της Β. από τον Ναπολέοντα, το 1797. Ακολούθησε μια περίοδος παρακμής που κορυφώθηκε το 1926 με τη δέσμευση της κινητής και ακίνητης περιουσίας της ελληνικής κοινότητας από το φασιστικό καθεστώς. Με την ελληνο-ιταλική μορφωτική συμφωνία του 1948 η περιουσία αυτή επεστράφη στην ελληνική κοινότητα, η οποία με τη σειρά της την μεταβίβασε στο Ελληνικό Ινστιτούτο Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών της Β. Το Ινστιτούτο, που υπήρξε το πρώτο ελληνικό επιστημονικό ίδρυμα του εξωτερικού, άρχισε να λειτουργεί το 1955. Δέχεται υποτρόφους και φιλοξενεί ειδικούς ερευνητές της ιστορίας, της φιλολογίας και της τέχνης του νεότερου ελληνισμού. Τα πορίσματα των ερευνών αυτών δημοσιεύονται κυρίως στο περιοδικό του Ινστιτούτου Θησαυρίσματα ή στη σειρά των αυτοτελών του εκδόσεων. Έχει επίσης οργανωθεί στην παρακείμενη του Φλαγγίνειου Γυμνασίου Σκολέτα του Λογκένα, μουσείο βυζαντινών εικόνων (περ. 80), πολλές από τις οποίες είναι τα καλύτερα δείγματα στο είδος τους.
Αεροφωτογραφία ενός τμήματος του Κανάλ Γκράντε, του υδάτινου δρόμου που αποτελεί την κυριότερη αρτηρία της Βενετίας, με τη χαρακτηριστική γέφυρα του Ριάλτο (φωτ. Ferruzzi).
Η ελληνική εκκλησία της Βενετίας, ο Άγιος Γεώργιος των Γραικών, σε χαλκογραφία του 18ου αι.
Ο ναός του Αγίου Μάρκου στη Βενετία.
Το Κα ντ’ όρο, έργο εξαίρετης αρχιτεκτονικής του 15ου αι., το πιο ωραίο γοτθικό ανάκτορο της Βενετίας.
Η εκκλησία των Φράρι (14ος-15ος αι.), από τις πιο αξιόλογες εκκλησίες της Βενετίας.
Η Κότζια, αλιευτικό κέντρο της επαρχίας της Βενετίας.
Ένας δρόμος στο γραφικό Μπουράvo, προάστιο της Βενετίας.
Ο «Άγιος Ιωάννης ο Βαπτιστής», έργο του εξαίρετου ζωγράφου του 14ου αι. Πάολο Βενετσιάνο (Μουσείο Κορέρ, Βενετία).
IIΗ «Αποκεφάλιση του Αγίου Ιακώβου», πολυπρόσωπη νωπογραφία στο παρεκκλήσι του Σαν Φελίτσε στη βασιλική του Αγίου Αντωνίου της Πάντοβα. Πρόκειται για έργο του Αλτικιέρο από τη Βερόνα, που είναι ένας από τους χαρακτηριστικούς εκπροσώπους της βενετσιάνικης ζωγραφικής του 14ου αι.
(Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 9 Ιουλίου 1902. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 12,8 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 9,5 από τον Ήλιο.
Dictionary of Greek. 2013.